Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαστάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βαστάζω, μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ἐβάστασα και μεταγεν. τύπος ἐβάσταξα, I. 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· φέρω, κουβαλώ, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. κρατώ στα χέρια, στον ίδ. 3. βαστάζειν ἐν γνώμῃ, έχω κατά νου, θεωρώ, σκέφτομαι, σταθμίζω, υπολογίζω, σε Αισχύλ. II. απάγω, παίρνω και φεύγω, σε Κ.Δ. III. σε Αττ. επίσης = ψηλαφάω, ακουμπώ, αγγίζω, εξετάζω δια της αφής, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).