LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βασκαίνω"
- βασκαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. ἐβάσκηνα, -ᾱνα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβασκάνθην. I. 1. με αιτ., ονειδίζω, ψέγω, κακολογώ, μέμφομαι, σε Δημ. 2. με δοτ., ζηλεύω, φθονώ, εχθρεύομαι, κρατώ κακία, στον ίδ. II. μαγεύω με ξόρκια — Παθ., ὡς μὴ βασκανθῶ (υποτ. αόρ. αʹ), ώστε να μη μαγευθώ, σε Θεόκρ.