Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βασιλεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βᾰσῐλεύω, μέλ. -σω (βασιλεύς), 1. είμαι βασιλιάς, άρχω, βασιλεύω, κυριαρχώ, εξουσιάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για τις γυναίκες, είμαι βασίλισσα, στον ίδ.· με γεν., είμαι βασιλιάς κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ὄφρ' Ἰθάκης κατὰ δῆμον βασιλεύοι, στον ίδ.· στον αόρ., έχω διατελέσει βασιλιάς, σε Ηρόδ.· με δοτ., είμαι βασιλιάς ανάμεσα σε άλλους, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., άρχομαι από βασιλιά, σε Πλάτ., και ακολούθως, υποτάσσομαι στον βασιλιά, σε Πλούτ. 2. είμαι κύριος ενός πράγματος, με γεν., σε Θεόκρ.