Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βασιλεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βᾰσῐλεύς, , γεν. -έως, Ιων. -ῆος, αιτ. βασιλέα και συνηρ. βασιλῆ, ονομ. πληθ. βασιλεῖς, Ιων. -ῆες, παλ. Αττ. βασιλῆς, αιτ. πληθ. βασιλεῖς, παλιός Αττ. βασιλῆς· I. 1. βασιλιάς, αρχηγός, σε Όμηρ.· έπειτα, κληρονομικός άρχοντας, αντίθ. προς το τύραννος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἄναξ βασιλεύς, άρχοντας βασιλιάς, σε Αισχύλ.· με γεν., βασιλεὺς νεῶν, στον ίδ.· οἰωνῶν βασιλεύς, των πουλιών, στον ίδ.· ο Όμηρος έχει έναν συγκρ. βασιλεύτερος, βασιλικότερος, και υπερθ. βασιλεύτατος, ο πιο βασιλικός. 2. λέγεται για το γιο του βασιλιά, τον πρίγκηπα ή για οποιονδήποτε μοιράζεται τη διακυβέρνηση, σε Ομήρ. Οδ. 3. γενικά, άρχοντας, αφέντης, οικοδεσπότης, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. II. στην Αθήνα, ο δεύτερος από τους εννέα άρχοντες αποκαλούνταν «βασιλεύς»· ήταν υπεύθυνος για τις δημόσιες τελετές και την διεξαγωγή των δικών με αντικείμενο εκδίκασης δολοφονίες στο δικαστήριο, σε Πλάτ. κ.λπ. III. μετά τους Περσικούς πολέμους, ο βασιλιάς της Περσίας ονομαζόταν «βασιλεὺς» (χωρίς το άρθρο), σε Ηρόδ., Αττ.· σπανιότερα απαντά η φράση «ὁβασιλεύς» ή «ὁ μέγας βασιλεύς», σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).