Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βασανίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βᾰσᾰνίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, αόρ. αʹ ἐβασάνισα, Παθ. αόρ. ἐβασανίσθην, παρακ. βεβασάνισμαι· I. τρίβω χρυσάφι (βασανίζω χρυσὸν) πάνω στη δοκιμαστική πέτρα (βάσανος), σε Πλάτ.· από όπου, λέγεται για πράγματα, δοκιμάζω τη γνησιότητα ενός πράγματος, ελέγχω, αποδεικνύω, στον ίδ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, εξετάζω προσεκτικά, ανακρίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. ανακρίνω μέσω της υποβολής σε βασανιστήριο με σκοπό την εκμαίευση ομολογίας ή την αποκάλυψη της αληθείας, σε Θουκ.· βασανίζομαι από μια ασθένεια ή καταιγίδα, σε Κ.Δ.