Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαρύς"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
βᾰρύς, -εῖα, , ποιητ. γεν. πληθ. θηλ. βαρεῶν (αντί -ειῶν), σε Αισχύλ.· συγκρ. βαρύτερος, υπερθ. βαρύτατος· I. 1. βαρύς ως προς τη σωματική μάζα, αντίθ. προς το κοῦφος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σε Όμηρ. περισσότερο με την έννοια της δύναμης και της ισχύος· χεῖρα βαρεῖαν, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· επίσης, βαρύς από την ηλικία ή τις δυστυχίες· γήρᾳ, νόσῳ, σε Σοφ. 2. οδυνηρός, αβάσταχτος, σε Όμηρ.· βαρὺ ή βαρέα στενάχειν, στενάζω βαριά, με λυγμούς, στον ίδ.· στους Αττ. πεζογράφους, φορτικός, επαχθής, καταπιεστικός· επίρρ., βαρέως φέρειν τι, δύσκολα υποφέρω κάτι, σε Ηρόδ. 3. βίαιος, σε Θεόκρ., Πλάτ. κ.λπ. 4. αυτός που έχει εξαιρετική σημασία, εντυπωσιακός και αξιοπρόσεκτος, σε Κ.Δ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, δριμύς, αυστηρός, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίσης, κοπιαστικός, καταθλιπτικός, σε Ευρ., Δημ. 2. με θετική σημασία, σοβαρός, αξιοπρεπής, σε Αριστ. 3. χρησιμοποιείται για στρατιώτες, ο βαριά οπλισμένος, σε Ξεν. III. λέγεται για εντυπώσεις των αισθητηρίων οργάνων, 1. λέγεται για ήχο, δυνατός, βαθύς, μπάσος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ. 2. λέγεται για οσμή, δυνατή, αποκρουστική, σε Ηρόδ., Σοφ.
βᾰρῠ-σίδηρος[ῐ], -ον, βαρύς από σίδηρο, σε Πλούτ.
βᾰρύ-σταθμος, -ον, αυτός που ζυγίζει βαριά, βαρύς, σε Αριστοφ.
βᾰρύ-στονος, -ον (στένω), I. αυτός που στενάζει βαριά, που αναστενάζει· με σκωπτική σημασία, σε Δημ.· επίρρ. -νως, σε Αισχύλ. II. λέγεται για πράγματα, πολυθρήνητος, βαριά πενθούμενος, σε Σοφ.
βᾰρῠ-σφάρᾰγος[ᾰ], -ον, αυτός που βροντά δυνατά, σε Πίνδ.