Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαρβαρόφωνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βαρβᾰρό-φωνος, -ον (φωνή), αυτός που μιλά ξένη γλώσσα· Κᾶρες, σε Ομήρ. Ιλ.