Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαρβαρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βαρβᾰρίζω (βάρβαρος), μέλ. Αττ. -ῐῶ, I. συμπεριφέρομαι ως βάρβαρος, μιμούμαι κάποιον βάρβαρο στην ομιλία, σε Ηρόδ.· μιλώ «σπαστά» ελληνικά, μιλώ ασυνάρτητα, σε Πλάτ. II. συμμερίζομαι τα ήθη των βαρβάρων, δηλ. των Περσών, σε Ξεν.