LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βαπτίζω"
- βαπτίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, 1. βυθίζω μέσα ή κάτω από το νερό· μεταφ., βεβαπτισμένοι, διαποτισμένοι με κρασί, υπερβολικά μεθυσμένοι, σε Πλάτ.· ὀφλήμασι βεβαπτισμένος, καταχρεωμένος, «χρεωμένος ως το κεφάλι», σε Πλούτ. 2. «βαφτίζω» τινά, λέγεται για θρησκευτική τελετή, σε Κ.Δ.· συχνά στην Παθ., βαπτίζεσθαι εἰς μετάνοιαν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, στο ίδ.· Μέσ., βαφτίζομαι, βυθίζομαι, στο ίδ.

