LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βαμβαίνω"
- βαμβαίνω, μόνο στον ενεστ., τρίζω τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· τραυλίζω, ψευδίζω, ψελλίζω, σε Βίωνα (ηχομιμ. λέξη).

