Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαλβίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βαλβίς, -ῖδος, , I. κυρίως, σχοινί που ρίχνεται στους αγώνες δρόμου μπροστά από τους αγωνιζομένους· συχνότερα στον πληθ., όπως το Λατ. carceres, τα σημεία που οριοθετούν τη γραμμή από την οποία ξεκινούσαν οι δρομείς και στην οποία επέστρεφαν, σε Αριστοφ.· έπειτα, οποιοδήποτε σημείο εκκίνησης, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., πρὸς βαλβῖδα βίου σε Ευρ. II. οποιοδήποτε σημείο το οποίο μπορεί να κατακτηθεί, όπως οι επάλξεις (λέγεται για εκείνον που ανεβαίνει στο τείχος), σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.).