LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βακχεύω"
- Βακχεύω (Βάκχος), μέλ. -σω, I. 1. αμτβ., γιορτάζω τη γιορτή του Βάκχου, τελώ τα μυστήριά του, σε Ηρόδ.· 2. ομιλώ ή ενεργώ σαν να έχω καταληφθεί από μανία, παραληρώ, μιλώ ακατάληπτα, Λατ. bacchari, σε Σοφ., Ευρ. κ.α. II. μτβ., εμπνέω μανία, στον ίδ.· απαντά και στην Παθ., στον ίδ.