LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βακχευτής"
- Βακχευτής, -οῦ, ὁ, αυτός που έχει καταληφθεί πλήρως από τη βακχική μανία· ως επίθ., αυτός που επιδίδεται στα βακχικά όργια, σε Ανθ.