LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βαδιστικός"
- βαδιστικός, -ή, -όν (βαδίζω), αυτός που είναι ικανός να περπατά, σε Αριστοφ.