Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαδίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βᾰδίζω (βάδος, βαίνω), μέλ. Αττ. βαδιοῦμαι, αόρ. αʹ ἐβάδισα, παρακ. βεβάδικα, 1. πηγαίνω αργά, περπατώ, Λατ. ambulare, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.· πηγαίνω, είμαι σε πορεία, λέγεται για εφίππους, σε Ξεν.· πηγαίνω από τη στεριά, από την ξηρά, σε Δημ. με σύστ. αιτ., βάδον, ὁδὸν βαδίζω, σε Αριστοφ. 2. γενικά, ἐπ' οἰκίας βαδίζω, εισέρχομαι σε οικίες, σε Δημ.· προβαίνω σε συζήτηση, αναλύω επιχείρημα, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, οι τιμές ελαττώνονταν, στον ίδ.