Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βίος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
βίος, [ῐ]ὁ, I. 1. βίος, δηλ. όχι η ζωή που κυριολεκτικά σημαίνει τον κύκλο ύπαρξης των ζώων (ζωή), αλλά η κατάσταση του βίου, τρόπος διαβίωσης, Λατ. vita, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στον πληθ., τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ βίοι;, σε Πλάτ. 2. στους ποιητές, βίος = ζωή· βίον ἐκπνεῖν, σε Αισχύλ.· ἀποψύχειν, σε Σοφ. 3. η διάρκεια της ζωής, ο χρόνος της ζωής, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. τα μέσα προς ζωή, το εισόδημα, περιουσία, τα προς το ζην, Λατ. victus, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸν βίον ποιεῖσθαι ἀπό τινος, πορίζομαι τα προς το ζην από κάτι, σε Θουκ. κ.λπ. III. έκθεση της ζωής, βιογραφία, όπως οι βιογραφίες του Πλουτ.
βιός, , τόξο, σε Ομήρ. Ιλ.
βιο-στερής, -ές (στερέω), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.