Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βία"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
βία, Ιων. βίη, , Επικ. δοτ. βίῃφι· I. 1. σωματική, φυσική δύναμη, ισχύς, ικανότητα, σε Όμηρ. κ.λπ.· περίφρ., βίη Ἡρακληείη, η δύναμη του Ηρακλή, δηλ. ο δυνατός Ηρακλής, σε Ομήρ. Ιλ.· βίη Διομήδεος, στο ίδ.· Τυδέως βία, Πολυνείκους βία, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. λέγεται για τη διάνοια, σε Ομήρ. Ιλ. II. βία, πράξη βιαιότητας, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., στο ίδ.· στην Αττ., βίᾳ τινός, ενάντια στη θέληση κάποιου, παρά τη θέλησή του, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· βίᾳ φρενῶν, σε Αισχύλ.· επίσης, βίᾳ μόνο του ως επίρρ., κατ' ανάγκην, καταναγκαστικά, διά της βίας, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ομοίως, πρὸς βίαν τινός και πρὸς βίαν μόνο του, σε Αισχύλ.
βιάζω, μέλ. -σω = βιάω, αναγκάζω, σε Ομήρ. Οδ.Παθ. αόρ. αʹ ἐβιάσθην, παρακ. βεβίασμαι, I. συμπιέζομαι, καταβάλλομαι, αναγκάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· βιάζομαι τάδε, υφίσταμαι βία σε..., σε Σοφ.· βιασθείς, στον ίδ.· ἐπεὶ ἐβιάσθη, σε Θουκ.· βεβιασμένοι, αυτοί που έγιναν δούλοι με τη βία, σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, τοὔνειδος βιασθέν, πιεσμένο από κάποιον, σε Σοφ. II. αποθ., βιάζομαι, με Μέσ. αόρ. αʹ ἐβιασάμην, παρακ. βεβίασμαι, 1. καταβάλλω με δύναμη, πιέζω με δύναμη, σε Όμηρ.· βιάζεσθαι νόμους, παραβιάζω, σε Θουκ.· βιάζομαι αὑτόν, απλώνω βίαια χέρια προς τον ίδιο τον εαυτό μου, αυτοκτονώ, σε Πλάτ. βιάζομαί τινα, με απαρ., αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με τη βία, σε Ξεν.· και με παράλειψη του απαρ., βιάζομαι τὰ σφάγια, αναγκάζω τα σφάγια της θυσίας (να δειχθούν ευνοϊκά), σε Ηρόδ. 2. με αιτ. πράγμ., βιάζεσθαι τὸν ἔκπλουν, εκβιάζω την έξοδο, σε Θουκ. 3. απόλ., χρησιμοποιώ βία, μάχομαι, αγωνίζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· εξαναγκάζομαι, σε Θουκ., Ξεν.· με απαρ., βιάζομαι πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν, σε Θουκ.· λέγεται για λιμό, αυξάνομαι με σφοδρότητα, σε Ηρόδ.
βιαιο-μάχας, (μάχομαι), αυτός που μάχεται, αυτός που αγωνίζεται βίαια, ανδρείος μαχητής, σε Ανθ.
βίαιος, , -ον και -ος, -ον (βία), I. πειθαναγκαστικός, βίαιος· ἔργα βίαια, σε Ομήρ. Οδ.· βίαιος θάνατος, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· ὁ πόλεμος βίαιος διδάσκαλος, ο πόλεμος είναι δάσκαλος της βίας, σε Θουκ.· επίρρ. βιαίως, με τη βία, καταναγκαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, πρὸςτὸν βίαιον, στον ίδ. II. Παθ., αυτός που γίνεται διά της βίας, επιβεβλημένος, υποχρεωτικός, βεβιασμένος, καταπιεσμένος, σε Πλάτ.
βι-αρκής, -ές (βίος, ἀρκέω), αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή, σε Ανθ.
βιαστέον, ρημ. επίθ. του βιάζω, πρέπει να ασκήσει κανείς βία σε..., σε Ευρ.
βιαστής, -οῦ, (βιάζω), αυτός που χρησιμοποιεί δύναμη, βίαιος άνδρας, σε Κ.Δ.
βῐάω, μέλ. -ήσω, παρακ. βεβίηκα, = βιάζω, I. βιάζω, αναγκάζω, καταπιέζω, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., οδηγούμαι με τη βία· λέγεται για φωτιά, σε Ηρόδ.· θανάτῳ βιηθείς, συντετριμμένος, στον ίδ. II. αποθ., πιέζω δυνατά, καταβάλλω, σε Όμηρ.· βιήσατο κῦμ' ἐπὶ χέρσου, με παρέσυρε, με «ξέβρασε» στην ξηρά το κύμα, σε Ομήρ. Οδ.· νῶϊ βιήσατο μισθόν, μας ἀδίκησε, μας στέρησε βίαια το μισθό μας, σε Ομήρ. Ιλ.· αναγκάζω ή επιβάλλω, σε Αισχύλ.