LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βήσσω"
- βήσσω, Αττ. -ττω, μέλ. βήξω, σε Ιππ.· αόρ. αʹ ἔβηξα· βήχω, σε Ηρόδ. (ηχομιμ. λέξη).