LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βέλτιστος"
- βέλτιστος, -η, -ον, Δωρ. βεντ-, υπερθ. του ἀγαθός, καλύτερος, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.· ὦ βέλτιστε ή βέλτιστε, ένας κοινός τρόπος προσφώνησης, καλέ μου φίλε, «αδελφέ», σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ βέλτιστον, το καλύτερο, ό,τι καλύτερο, σε Αισχύλ., Πλάτ.· οἱ βέλτιστοι ή τὸ βέλτιστον, αριστοκρατία, Λατ. optimates, σε Ξεν. (πρβλ. βέλτερος).