Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βέλος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
βέλος, -εος, τό (βάλλω, όπως το Λατ. jaculum από το jacio), 1. βλήμα, ιδίως σαΐτα, κεραυνός, σε Όμηρ.· λέγεται για το βράχο που τεμαχίστηκε και εκσφενδονίστηκε από τους Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμοποιείται για το πόδι του βοδιού, το οποίο εκτοξεύθηκε από έναν από τους μνηστήρες κατά του Οδυσσέα, στον ίδ.· ὑπὲκβελέων, μακριά από το πεδίο ρίψης των βελών, στο απυρόβλητο, εκτός βεληνεκούς, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἔξω βελῶν, σε Ξεν. 2. όπως το ἔγχος, χρησιμ. για κάθε είδος όπλου, όπως για σπαθί, ξίφος, σε Αριστοφ.· λέγεται για τσεκούρι, σε Ευρ. 3. τὰ ἀγανὰ βέλεα του Απόλλωνα και της Άρτεμης στον Όμηρ. πάντα δηλώνουν τον αιφνίδιο, εύκολο θάνατο των ανδρών και των γυναικών αντίστοιχα. 4. μετά τον Όμηρ., λέγεται για οτιδήποτε εξακοντίζεται γρήγορα και ακαριαία· Ζηνὸς βέλη, οι κεραυνοί του Δία, σε Αισχύλ.· πύρπνουν βέλος, στον ίδ.· βέλη πάγων, οι πάγοι που διαπερνούν, διατρυπούν, σε Σοφ.· μεταφ., ὀμμάτων βέλος, το βλέμμα του ματιού, σε Αισχύλ.· ἱμέρου βέλος, τα βέλη του έρωτα, στον ίδ.· λέγεται για λογικά επιχειρήματα, πᾶν τετόξευται βέλος, στον ίδ.
βελο-σφενδόνη, , βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, το οποίο εκτοξεύεται φλεγόμενο, σε Πλούτ.