Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βέβαιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βέβαιος, -ος, -ον και , -ον (βαίνω), I. 1. σταθερός, ακλόνητος, συμπαγής, άκαμπτος, απτόητος, βέβαιος, αναμφισβήτητος, αξιόπιστος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· βεβαιότερος κίνδυνος, πιο φανερός κίνδυνος, σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, ευσταθής, ακλόνητος, αμετάβλητος, επίμονος, αξιόπιστος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν, ασφαλέστεροι ως προς το να μην κάνουν αλλαγές, σε Θουκ. 3. τὸ βέβαιον, βεβαιότητα, σιγουριά, ασφάλεια, σταθερότητα, αποφασιστικότητα, σε Ηρόδ., Θουκ. II. επίρρ. -ως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. -ότερον, σε Θουκ.· υπερθ. -ότατα, στον ίδ.