Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάσις[ᾰ], -εως, (βαίνω), I. βήμα, βηματισμός, περπάτημα και περιληπτικώς, βήματα, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· οὐκ ἔχων βάσιν, δεν έχω δύναμη να περπατήσω, στον ίδ.· τροχῶν βάσεις, περιστροφή των τροχών, στον ίδ. II. αυτό με το οποίο βηματίζει κάποιος, αυτό με το οποίο περπατά, το πόδι, σε Ευρ., Κ.Δ. III. αυτό επί του οποίου μπορεί να σταθεί κάποιος, βάση, το βάθρο, σε Πλάτ.