Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάρος[ᾰ], -εος, τό (βαρύς), I. βάρος, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. βάρος, φορτίο, φόρτωμα, σε Αισχύλ. κ.λπ. III. μεταφ., βαρύ φορτίο· βάρος πημονῆς, συμφορᾶς, σε Σοφ.· ακολούθως λέγεται για τη θλίψη, τη μιζέρια, την κατάθλιψη, σε Αισχύλ.· βάρος ἔχειν, σε Αριστ. IV. αφθονία· βάρος πλούτου, ὄλβου, σε Ευρ.