Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάρβαρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάρβᾰρος, -ον, I. βαρβαρικός, δηλ. ο μη ελληνικός, ξένος, αλλοδαπός· λέξη γνωστή στον Όμηρ., όπως φαίνεται από τη λέξη βαρβαρόφωνος στην Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., βάρβαροι, οἱ, αρχικά όλοι οι μη Έλληνες, ιδίως οι Μήδοι και οι Πέρσες, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως αποκαλούσαν οι Εβραίοι την υπόλοιπη ανθρωπότητα Gentiles, Εθνικούς. Από την εποχή του Αυγούστου πάντως, το όνομα αποδίδεται από τους Ρωμαίους σε όλες τις φυλές που δεν είχαν ελληνική ή ρωμαϊκή παιδεία. II. Μετά τους Περσικούς πολέμους, η λέξη έλαβε τη σημασία του ξένου, του αλλοδαπού· ἀμαθὴς καὶ βάρβαρος, σε Αριστοφ.· βαρβαρώτατος, στον ίδ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).