Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάραθρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάραθρον, Ιων. βέρεθρον, τό, 1. χάσμα, λάκκος, όρυγμα· λέγεται για την Αθήνα, απόκρημνος, βαθύς λάκκος, πίσω απ' την Ακρόπολη, μέσα στον οποίο γκρεμίζονταν οι εγκληματίες, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. μεταφ., αφανισμός, καταστροφή, όλεθρος, απώλεια, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).