Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάπτω (√ΒΑΦ), μέλ. βάψω· αόρ. αʹ ἔβαψα· Παθ. μέλ. βᾰφήσομαι· Παθ. αόρ. αʹ ἐβάφθην· Παθ. αόρ. βʹ ἐβάφην [ᾰ]· Παθ. παρακ. βέβαμμαι· I. 1. μτβ., βυθίζω μέσα στο νερό, βουτώ, Λατ. immergere, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· λέγεται για σφαγή, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος, σε Αισχύλ.· ἔβαψας ἔγχος, σε Σοφ.· φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν, σε Ευρ.· 2. βυθίζω στο δηλητήριο, ἰούς, χιτῶνα ἔβαψεν, σε Σοφ. 3. βυθίζω σε βαφή, βάφω, χρωματίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με κωμική σημασία, βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, βάφω κάποιον με την κόκκινη βαφή των Σάρδεων, δηλ. του δίνω ένα «αιματηρό κόσμημα», τον δέρνω μέχρι να ματώσει, σε Αριστοφ. 4. αντλώ νερό μέσω της βύθισης ενός αγγείου σε αυτό, σε Θεόκρ.· βάψασα ἁλὸς (ενν. τὸ τεῦχος), έχοντας βυθίσει αυτό, με αποτέλεσμα να αντλείται νερό από τη θάλασσα, σε Ευρ. II. αμτβ., ναῦς ἔβαψεν, το πλοίο βυθίστηκε, βούλιαξε, στον ίδ.