Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάναυσος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάναυσος[ᾰ],-ον, I. ως επίθ., λέγεται για εργάτες που διάγουν σταθερή, χωρίς μετακινήσεις μακριά απ' την πολιτεία, ζωή· ως ουσ., μηχανικός, σιδηρουργός, σε Αριστ. II. τέχνη βάναυσος, απλώς μηχανική εργασία, ταπεινή τέχνη, σε Σοφ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).