Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάθρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάθρον, τό, συντετμ. τύπος από το βατήριον (βαίνω), αυτό πάνω στο οποίο βαίνει και στέκεται κάτι. 1. βάση, υπόβαθρο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. σκηνή, ικρίωμα, σκαλωσιά, σε Ηρόδ. 3. γενικά, στέρεο έδαφος, Σαλαμῖνος βάθρον, σε Σοφ.· ὦ πατρῷον ἑστίας βάθρον, δηλ. πατρικό μου σπίτι, στον ίδ.· στον πληθ., θεμέλια, σε Ευρ.· ἐν βάθροις εἶναι, κρατώ καλά, μένω ακλόνητος· 4. σκαλί, σε Σοφ.· οι βαθμίδες της σκάλας, τα σκαλοπάτια, σε Ευρ. 5. θρανίο, κάθισμα, σε Σοφ., Δημ. 6. μεταφ., κινδύνου βάθρα, το χείλος του κινδύνου, σε Ευρ.