Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάθος[ᾰ],-εος, τό (βαθύς), 1. αιτ., σύμφωνα με το πώς θέλει κανείς να μετρήσει βάθος ή ύψος· Λατ. altitudo· Ταρτάρου βάθη σε Αισχύλ.· αἰθέρος βάθος σε Ευρ.· με στρατιωτική σημασία, το βάθος μιας γραμμής στρατού, σε Θουκ., Ξεν.· βάθος τριχῶν, η φράση δηλώνει το βάθος, δηλ. την πυκνότητα ή το μάκρος των μαλλιών, σε Ηρόδ.· σε Κ.Δ., τὸ βάθος, το βαθύ νερό, αντίθ. προς τα ρηχά νερά κοντά στην ακτή 2. μεταφ., κακῶν ὁρῶν βάθος, σε Αισχύλ.· πλούτου βάθος, σε Σοφ.