Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάδην"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάδην[ᾰ], (βαίνω), επίρρ. I. 1. βήμα προς βήμα, Λατ. pedetentim. 2. με βήμα πορείας, σε Ηρόδ., βάδην ταχὺ ἐφέπεσθαι με βήμα ταχύ, σε Ξεν. 3. σταδιακά, βαθμηδόν, όλο και περισσότερο, σε Αριστοφ. II. περπατώντας, βαδίζοντας, αντίθ. προς ίππευση, οδήγηση, πλεύση, σε Αισχύλ.