LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὖος"
- αὖος, -η, -ον, Αττ. αὗος, -α, -ον (αὔω)· 1. ξηρός, λέγεται για τα ξύλα, σε Ομήρ. Οδ.· ξηραμένος, λέγεται για καρπούς, σε Ηρόδ.· μαραμένος, λέγεται για φύλλα, σε Αριστοφ.· ουδ. ως επίρρ., αὖον ἀϋτεῖν ή αὔειν, ηχώ ξηρά και σκληρά, λέγεται για το μέταλλο, σε Ομήρ. Ιλ. 2. αποξηραμένος, ξηρός, σε Θεόκρ.