LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὖλαξ"
- αὖλαξ, -ᾰκος, ἡ, επίσης ἄλοξ, -οκος, με Επικ. αιτ. ὦλκα, ὦλκας· 1. αυλάκι που σχηματίζεται κατά το όργωμα, Λατ. sulcus, σε Όμηρ. κ.λπ.· αὔλακ' ἐλαύνειν, σε Ησίοδ. 2. μεταφ. λέγεται για τη γυναίκα ως φορέα παιδιών, σε Σοφ., Ευρ. 3. μεταφ. επίσης, το αυλάκι πάνω στο δέρμα, χαρακιά, τραύμα, πληγή, ουλή, σε Αισχύλ., Ευρ. 4. = ὄγμος, ζώνη, ταινία, σε Θεόκρ. (Πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το ὁλκός, Λατ. sulcus, από ἕλκω).