Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὔριον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὔριον, επίρρ. (συγγενές προς το ἠώςI. αύριο, Λατ. cras, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς αὔριον, στην επόμενη μέρα ή κατά τη διάρκεια του πρωινού, στον ίδ. II. ως ουσ., η επόμενη μέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἡ αὔριον (ενν. ἡμέρα), η αυριανή μέρα, σε Ευρ.· ἡ αὔριον ἡμέρα, σε Ξεν.· ἡ ἐς αὔριον ἡμέρα, σε Σοφ.· ὁ αὔριον χρόνος, σε Ευρ.