LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὔξη"
- αὔξη, ἡ, = αὔξησις, σε Πλάτ.
- Αὐξησία, ἡ (αὔξω), θεά της αυξήσεως, σε Ηρόδ.
- αὔξησις, -εως, ἡ, αύξηση, ανάπτυξη, σε Θουκ.· λέγεται για το σίτο, σε Ηρόδ.