Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὔξη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
αὔξη, , = αὔξησις, σε Πλάτ.
Αὐξησία, (αὔξω), θεά της αυξήσεως, σε Ηρόδ.
αὔξησις, -εως, , αύξηση, ανάπτυξη, σε Θουκ.· λέγεται για το σίτο, σε Ηρόδ.