LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὔλειος"
- αὔλειος, -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην αὐλήν ή στην αυλόπορτα, ἐπ' αὐλείῃσι, στην πόρτα της αυλής, δηλ. η εξωτερική πόρτα, η πόρτα του σπιτιού, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Ηρόδ. και Αττ.