Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐχμηρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐχμηρός, , -όν (αὐχμέω), ξηρός, σκονισμένος, τραχύς, ρυπαρός, σε Ευρ., Πλάτ.· ιδίως λέγεται για τα μαλλιά, σε Ευρ.