LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὐχμέω"
- αὐχμέω, μέλ. -ήσω (αὐχμός), είμαι βρώμικος ή άπλυτος, Λατ. squaelo, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., Πλάτ.