LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὐχήν"
- αὐχήν, -ένος, ὁ, I. λαιμός, λάρυγγας, λέγεται για πρόσωπα και κτήνη, «λαιμός» της γης, ισθμός, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. στενή θάλασσα, τα στενά, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για το σημείο στο οποίο ο Δούναβης απλώνεται σε πολλά παρακλάδια, σε Ηρόδ. 3. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά, χαράδρα, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).