Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐτόματος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐτόμᾰτος, , -ον και -ος, -ον· I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ενεργεί με τη δική του θέληση, από μόνος του, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. λέγεται για πράγματα, αυτός που κινείται από μόνος του, αυτός που ενεργεί από μόνος του, αυτόματος, αυτοκίνητος, λέγεται για τις πύλες του Ολύμπου ή για τους τρίποδες του Ηφαίστου, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα φυτά που μεγαλώνουν μόνα τους, σε Ηρόδ. 3. αυτός που δεν έχει προφανή αιτία, συμπτωματικός, στον ίδ.· αὐτόματος θάνατος, ο φυσικός θάνατος, σε Δημ. II. αὐτόματον, τό, απλή τύχη, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ή ἀπὸ ταὐτομάτου, Λατ. spone, κατά τύχη, φυσικά, σε Ηρόδ., Θουκ. III. επίρρ. -τως, = ἀπὸ ταὐτομάτου, σε Ηρόδ.