Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐτουργός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐτ-ουργός, -ὸν (*ἔργωI. 1. εργαζόμενος ο ίδιος, σε Σοφ. 2. ως ουσ., αυτός που δουλεύει τη γη του μόνος του, (όχι με σκλάβους), γεωργός, φτωχός αγρότης, σε Ευρ.· λέγεται για τους Πελοποννησίους, σε Θουκ.· μεταφ., αὐτουργὸς τῆς φιλοσοφίας, αυτός που μελετά μόνος του τη φιλοσοφία, χωρίς δάσκαλο, σε Ξεν. II. Παθ., αφ' εαυτού δουλεμένος, απλός, φυσικός, σε Ανθ.