Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐτοσχεδιάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐτοσχεδιάζω, μέλ. -άσω· I. 1. ενεργώ ή μιλώ πρόχειρα, σε Ξεν. 2. με αιτ., σχεδιάζω πρόχειρα, αυτοσχέδια, σε Θουκ., Ξεν. II. με αρνητική σημασία, ενεργώ, μιλώ ή σκέφτομαι απερίσκεπτα, επιχειρώ βιαστικά πειράματα, σε Πλάτ.