Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐτοκράτωρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐτο-κράτωρ, -ορος, , (κρᾰτέω)· κύριος του ίδιου του του εαυτού· I. 1. λέγεται για πρόσωπα ή πόλεις, ελεύθερος και ανεξάρτητος, Λατ. sui juris, σε Θουκ., Ξεν. 2. λέγεται για τους πρέσβεις, αυτός που έχει πλήρη εξουσία, πληρεξούσιος, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. 3. λέγεται για άρχοντες, απόλυτος, αυθαίρετος, δεσποτικός, στον ίδ. κ.λπ. 4. λέγεται για συλλογισμό, αυθαίρετος, αυτός που δεν δέχεται αντιλογία, στον ίδ. II. με γεν., απόλυτος κύριος κάποιου, ἑαυτοῦ, στον ίδ.· τῆς ἐπιορκίας αὐτοκράτωρ, εντελώς ελεύθερος να ορκιστεί ψευδώς, να επιορκήσει, σε Δημ.