LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὐσταλέος"
- αὐσταλέος, -α, -ον, Επικ. ἀϋσταλέος (αὔω, ξηραίνω), ηλιοκαμμένος, ξηρός, στεγνός, Λατ. siccus, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.