Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐξάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐξάνω και αὔξω, (ποιητ. ἀέξω) μέλ. αὐξήσω, αόρ. αʹ ηὔξησα, παρακ. ηὔξηκαΠαθ. παρακ. ηὔξημαι, αόρ. αʹ ηὐξήθην, μέλ. αὐξηθήσομαι, και στη Μέσ. αὐξήσομαι· I. 1. κάνω κάτι μεγάλο, αυξάνω, μεγαλώνω, σε Ηρόδ. κ.λπ. (Ο Όμηρ. μόνο χρησιμοποιεί ἀέξω). 2. αυξάνω σε δύναμη, δυναμώνω, ενισχύω, υψώνω, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, τιμώ, δοξάζω, εγκωμιάζω, σε Τραγ., Πλάτ. II. Παθ., αυξάνομαι, ενδυναμώνομαι, αναπτύσσομαι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· αὐξάνομαι ἐςπλῆθος ἐς ὕψος, στον ίδ.· λέγεται για παιδί, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, στον ίδ.· ηὐξανόμην, γίνομαι μεγαλύτερος, σε Αριστοφ.· ομοίως με επίθ., αὐξάνεσθαι μέγας, γίνομαι μεγάλος, σε Ευρ.