Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐλέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐλέω, μέλ. -ήσω (αὐλόςI. παίζω τον αυλό, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· αὐλέω ἔξοδον, παίζω το τελευταίο αύλημα, σε Αριστοφ. II. 1. Παθ., λέγεται για τους ρυθμούς, αυτός που παίζεται από τον αυλό, σε Ξεν.· αλλά, αὐλεῖται μέλαθρον, αντηχεί παντού με μουσική, σε Ευρ. 2. στη Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, αυλούμαι, ακούω μουσική, σε Ξεν.