Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐθέντης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐθ-έντης, -ου, , συνηρ. του αὐτοέντης· I. 1. αυτός που κάνει οτιδήποτε με το χέρι του, αυτουργός, πραγματικός δολοφόνος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, κάποιος από την οικογένεια του δολοφόνου, στον ίδ. II. ως επίθ., αὐθέντης φόνος, αὐθένται θάνατοι, φόνος που εκτελέστηκε από κάποιον της ίδιας της οικογένειας, σε Αισχύλ. (το συνθετικό -έντης έχει αμφίβ. προέλ.).