Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐθάδης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐθ-άδης[ᾱ], -ες (ἥδομαι), ισχυρογνώμων, επίμονος, πεισματάρης, ατίθασος, απείθαρχος, αλαζόνας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, άσπλαχνος, σκληρός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -δως, σε Αριστοφ.· συγκρ. -έστερον, σε Πλάτ.