Αποτελέσματα για: "αὐδή"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
αὐδή, Δωρ. αὐδά, ἡ, I. 1. ανθρώπινη φωνή, ομιλία, αντίθ. προς το ὀμφή (η θεϊκή φωνή), σε Ομήρ. Ιλ. 2. ήχος ή οξύς ήχος του νεύρου του τόξου, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη σάλπιγγα, σε Ευρ.· λέγεται για το τζιτζίκι (τέττιξ), σε Ησίοδ. II. 1. = φήμη, λόγος, φήμη, σε Σοφ., Ευρ. 2. χρησμός, στον ίδ.
-
αὐδήεις, -εσσα, -εν, αυτός που μιλά με ανθρώπινη φωνή, σε Ομήρ. Οδ.· όταν το θεὸς αὐδήεσσα, αναφέρεται στην Καλυψώ και στην Κίρκη, σημαίνει τη θεά που χρησιμοποιεί τη γλώσσα των θνητών, στο ίδ.