Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐδάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐδάω, παρατ. ηὔδων, μέλ. αὐδήσω, Δωρ. -άσω [ᾱ], Δωρ. γʹ πληθ. αὐδασοῦντι· αόρ. αʹ ηὔδησα, Δωρ. αὔδᾱσα, Ιων. γʹ ενικ. αὐδήσασκε· επίσης ως αποθ., αὐδάομαι· παρατ. ηὐδᾶτο, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ αὐδήθην (Παθ. μόνο)· (αὐδήI. με αιτ. πράγμ., 1. βγάζω φωνή, μιλώ, φθέγγομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. με αιτ. πράγμ., μιλώ ή λέγω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως ως αποθ., στον ίδ.Παθ., ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτα, αυτά λέγονταν, στον ίδ. 3. λέγεται για χρησμούς, εκφωνώ, διακηρύττω, λέγω, στον ίδ.· μιλώ σχετικά με ένα πράγμα, σε Αισχύλ. II. με αιτ. προσ., μιλώ σε, απευθύνομαι σε, πλησιάζω, σε Όμηρ.· επικαλούμαι ένα θεό, σε Ευρ. 2. με αιτ. και απαρ., λέγω, παραγγέλλω, διατάσσω κάποιον να κάνει, σε Σοφ.· αὐδάω τινα μὴ ποιεῖν, απαγορεύω σε κάποιον να κάνει, σε Αισχύλ.· αὐδῶ σιωπᾶν, σε Σοφ.· ομοίως ως αποθ., στον ίδ. 3. καλώ με το όνομα του, ονομάζω έτσι, σε Ευρ.Παθ., αὐδῶμαι παῖς Ἀχιλλέως, σε Σοφ.· κάκιστ' αὐδώμενος, η χειρότερη φήμη από, σε Αισχύλ. 4. όπως το λέγειν, εννοώ αυτό ή εκείνο, σε Ευρ.