Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἷμα"

Βρέθηκαν 21 λήμματα [1 - 20]
αἷμα, -ατος, τό, I. αίμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., ποτάμια, πλημμύρα αίματος ή αιματοχυσία, σε Τραγ. II. αιματοχυσία, φόνος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐφ'αἵματι φεύγειν, αποφεύγω δίκη για φόνο επιλέγοντας την εξορία ή εξορίζομαι λόγω φόνου, σε Δημ.· ομοίως και, αἷμα φεύγειν, σε Ευρ. III. όπως το Λατ. sanguis, συγγένεια εξ αίματος, συγγένεια, σόι, οικογένεια, σε Σοφ., Όμηρ. κ.λπ.· ὁ πρὸς αἵματος, συγγενής εξ αίματος ή φυλής, σε Σοφ.· μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι, συγγενής της εξ αίματος, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
αἱμακτός, , -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.
αἱμᾰλέος, , -ον (αἷμα), αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος, σε Ανθ.
αἱμάς, -άδος, (αἷμα), εκροή, ανάβρυσμα ή ποτάμι, χείμαρρος αίματος, σε Σοφ.
αἱμᾰσιά, , τοίχος από ξηρούς λίθους, Λατ. maceria, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
αἱμάσσω, Αττ. -ττω· μέλ. -άξω, αόρ. αʹ ᾕμαξαΠαθ., αόρ. αʹ ᾑμάχθην ή αἱμάχθην (αἷμα)· κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ.· απ' όπου πλήττω, τραυματίζω κάτι μέχρι να ματώσει, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.Παθ., κυλιέμαι στο αίμα, φονεύομαι, σφάζομαι, σφαγιάζομαι, σε Σοφ.
αἱμᾰτ-εκχῠσία, (ἐκχέω), χύσιμο αίματος, σε Κ.Δ.
αἱμᾰτηρός, , -όν επίσης, -ός, -όν (αἷμα), I. αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει κηλίδες αίματος, φονικός, δολοφονικός, σε Τραγ. II. αυτός που αποτελείται από αίμα, αυτός που συνίσταται από αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
αἱμᾰτη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει αίμα, αιματηρός, αιμοχαρής, σε Αισχύλ.
αἱμᾰτόεις, -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἱματοῦς, -οῦσσα, -οῦν 1. = αἱματηρός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος ή αυτός που αποτελείται από αίμα, στο ίδ. 3. αιματηρός, φονικός, δολοφονικός, στο ίδ.
αἱμᾰτο-λοιχός, -όν (λείχω), αυτός που γλείφει το αίμα· ἔρως αἱματολοιχός, δίψα για αίμα, σφοδρή επιθυμία για γλείψιμο αίματος (αυτήν που έχει ο αιμοδιψής, ο αιμοχαρής), σε Αισχύλ.
αἱμᾰτο-πώτης, -ου, (πίνω), αυτός που πίνει, που ρουφά το αίμα, σε Αριστοφ.
αἱμᾰτορ-ρόφος, -ον (ῥοφέω), αυτός που πίνει αίμα, σε Αισχύλ.
αἱμᾰτόρ-ρῠτος, -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.
αἱμᾰτο-στᾰγής, -ές (στάζω), αυτός που στάζει αίμα, σε Αισχύλ.
αἱμᾰτό-φυρτος, -ον (φύρω), αυτός που φέρει κηλίδες αίματος, αιμόφυρτος, σε Ανθ.
αἱμᾰτο-χάρμης, -ου (χαίρω), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στο αίμα, σε Ανθ.
αἱμᾰτόω, μέλ. -ώσω (αἷμα), ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
αἱμᾰτ-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος με αίμα, κόκκινος σαν αίμα, σε Θουκ.
αἱμᾰτ-ωπός, -όν (ὦψ), αυτός που έχει όψη αιματηρή, σε Ευρ.