Αποτελέσματα για: "αἷμα"
Βρέθηκαν 21 λήμματα [1 - 20]
-
αἷμα, -ατος, τό, I. αίμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., ποτάμια, πλημμύρα αίματος ή αιματοχυσία, σε Τραγ. II. αιματοχυσία, φόνος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐφ'αἵματι φεύγειν, αποφεύγω δίκη για φόνο επιλέγοντας την εξορία ή εξορίζομαι λόγω φόνου, σε Δημ.· ομοίως και, αἷμα φεύγειν, σε Ευρ. III. όπως το Λατ. sanguis, συγγένεια εξ αίματος, συγγένεια, σόι, οικογένεια, σε Σοφ., Όμηρ. κ.λπ.· ὁ πρὸς αἵματος, συγγενής εξ αίματος ή φυλής, σε Σοφ.· μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι, συγγενής της εξ αίματος, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
-
αἱμακτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.
-
αἱμᾰλέος, -α, -ον (αἷμα), αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος, σε Ανθ.
-
αἱμάς, -άδος, ἡ (αἷμα), εκροή, ανάβρυσμα ή ποτάμι, χείμαρρος αίματος, σε Σοφ.
-
αἱμᾰσιά, ἡ, τοίχος από ξηρούς λίθους, Λατ. maceria, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
-
αἱμάσσω, Αττ. -ττω· μέλ. -άξω, αόρ. αʹ ᾕμαξα — Παθ., αόρ. αʹ ᾑμάχθην ή αἱμάχθην (αἷμα)· κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ.· απ' όπου πλήττω, τραυματίζω κάτι μέχρι να ματώσει, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ. — Παθ., κυλιέμαι στο αίμα, φονεύομαι, σφάζομαι, σφαγιάζομαι, σε Σοφ.
-
αἱμᾰτ-εκχῠσία, ἡ (ἐκχέω), χύσιμο αίματος, σε Κ.Δ.
-
αἱμᾰτηρός, -ά, -όν επίσης, -ός, -όν (αἷμα), I. αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει κηλίδες αίματος, φονικός, δολοφονικός, σε Τραγ. II. αυτός που αποτελείται από αίμα, αυτός που συνίσταται από αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
αἱμᾰτη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει αίμα, αιματηρός, αιμοχαρής, σε Αισχύλ.
-
αἱμᾰτόεις, -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἱματοῦς, -οῦσσα, -οῦν 1. = αἱματηρός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος ή αυτός που αποτελείται από αίμα, στο ίδ. 3. αιματηρός, φονικός, δολοφονικός, στο ίδ.
-
αἱμᾰτο-λοιχός, -όν (λείχω), αυτός που γλείφει το αίμα· ἔρως αἱματολοιχός, δίψα για αίμα, σφοδρή επιθυμία για γλείψιμο αίματος (αυτήν που έχει ο αιμοδιψής, ο αιμοχαρής), σε Αισχύλ.
-
αἱμᾰτο-πώτης, -ου, ὁ (πίνω), αυτός που πίνει, που ρουφά το αίμα, σε Αριστοφ.
-
αἱμᾰτορ-ρόφος, -ον (ῥοφέω), αυτός που πίνει αίμα, σε Αισχύλ.
-
αἱμᾰτόρ-ρῠτος, -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.
-
αἱμᾰτο-στᾰγής, -ές (στάζω), αυτός που στάζει αίμα, σε Αισχύλ.
-
αἱμᾰτό-φυρτος, -ον (φύρω), αυτός που φέρει κηλίδες αίματος, αιμόφυρτος, σε Ανθ.
-
αἱμᾰτο-χάρμης, -ου (χαίρω), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στο αίμα, σε Ανθ.
-
αἱμᾰτόω, μέλ. -ώσω (αἷμα), ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
αἱμᾰτ-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος με αίμα, κόκκινος σαν αίμα, σε Θουκ.
-
αἱμᾰτ-ωπός, -όν (ὦψ), αυτός που έχει όψη αιματηρή, σε Ευρ.